- ἀλέτης
ἀλέτης, ὁ, der Müller, Ath. XIV, 618 d., l. d.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀλέτης, ὁ, der Müller, Ath. XIV, 618 d., l. d.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αλέτης — ἀλέτης, ο (Α) [ἀλῶ] 1. αυτός που αλέθει 2. ο χρήσιμος στο άλεσμα 3. φρ. «ὄνος ἀλέτης» μυλόπετρα, η επάνω, η περιστρεφόμενη πέτρα τού μύλου (βλ. και λ. όνος) … Dictionary of Greek
ἀλετῶν — ἀλέτης grinder masc gen pl ἀλετός grinding masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλέτου — ἀλέτης grinder masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υδραλέτης — ὁ, Α 1. υδρόμυλος 2. τεχνικός που εργάζεται σε υδρόμυλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο) * + αλέτης (< ἀλῶ «αλέθω»), πρβλ. κεγχρ αλέτης] … Dictionary of Greek
ἀλέταν — ἀλέτᾱν , ἀλέτης grinder masc acc sg (epic doric aeolic) ἀλέτης grinder masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλέτας — ἀλέτᾱς , ἀλέτης grinder masc acc pl ἀλέτᾱς , ἀλέτης grinder masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλετών — ἀλετών, ο (AM) [ἀλῶ] ό,τι το αρχ. «ὄνος ἀλέτης», η επάνω μυλόπετρα, η επάνω περιστρεφόμενη πέτρα τού μύλου … Dictionary of Greek
αλώ — ἀλῶ ( έω) (Α) 1. (στον Όμηρο μόνο ως κατ αλῶ) συντρίβω, μεταβάλλω σε σκόνη, αλέθω 2. φρ. «βίος ἀληλεμένος», ζωή πολιτισμένη, άνετη (δηλ. πολιτιστική κατάσταση, όπου γίνεται χρήση αλεσμένου σιταριού και όχι καρπών στη φυσική τους κατάσταση).… … Dictionary of Greek
κεγχραλέτης — κεγχραλέτης, ὁ (Α) αυτός που αλέθει κεχρί. [ΕΤΥΜΟΛ. < κέγχρος, ο + άλέτης «αλεστής» (< ἀλῶ «αλέθω»)] … Dictionary of Greek
πασπαλέτης — ὁ, Α ο κεγχραλέτης*. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < αμάρτυρο *πασπαλαλέτης, με απλολογία (< πάσπαλος + ἀλέτης < ἀλέω «αλέθω»)] … Dictionary of Greek