- ὀλέτειρα
ὀλέτειρα, ἡ, fem. zum Folgdn, Batrach. 116.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀλέτειρα, ἡ, fem. zum Folgdn, Batrach. 116.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀλέτειρα — ὀλετήρ destroyer fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ολετήρας — ο, θηλ. ολέτειρα (ΑΜ ὀλετήρ, ῆρος, θηλ. ὀλέτειρα) 1. καταστροφέας, εξολοθρευτής 2. αυτός που φονεύει. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ολε (βλ. όλλυμι) + επίθημα τήρ, (πρβλ. γεννε τήρ)] … Dictionary of Greek
ανδρολέτειρα — ἀνδρολέτειρα, η (Α) φονική, θανατηφόρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανήρ, ανδρός + ολέτειρα < όλλυμι «καταστρέφω»] … Dictionary of Greek
παιδολετήρ — παιδολετήρ, ῆρος, ὁ, θηλ. παιδολέτειρα και παιδολέτρια και παιδολέτις (Α) αυτός που φονεύει τα παιδιά του. [ΕΤΥΜΟΛ. < παῖς, παιδός + ὀλετήρ (< ὄλλυμι «φονεύω»), πρβλ. ανδρ ολέτειρα] … Dictionary of Greek
τεκνολέτειρα — ἡ, Α αυτή που σκότωσε το παιδί της. [ΕΤΥΜΟΛ. < τέκνον + ὀλέτειρα, θηλ. τού ὀλετήρ (< ὄλλυμι «καταστρέφω»)] … Dictionary of Greek