ἀλάλαγμα

ἀλάλαγμα

ἀλάλαγμα, τό, dasselbe, Callim. frg. 310; Plut. Lys. 45 u. a. Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ἀλάλαγμα — neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αλάλαγμα — το (Α ἀλάλαγμα) [ἀλαλάζω] κραυγή χαράς, επινίκιο άσμα, κραυγή πολεμιστών ή άλλου πλήθους ανθρώπων, χλαλοή …   Dictionary of Greek

  • ἀλαλαγμάτων — ἀλάλαγμα neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλαλάγμασιν — ἀλάλαγμα neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλαλάγματι — ἀλάλαγμα neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αλαλάζω — (Α ἀλαλάζω) φωνάζω δυνατά και με ενθουσιασμό, κραυγάζω αρχ. 1. βγάζω πολεμική κραυγή κατά την έναρξη τής μάχης 2. φωνάζω από πόνο ή θλίψη 3. ηχώ δυνατά. Στην Π. και Κ. Διαθήκη δοξολογώ («ἀλαλάξατε τῷ Κυρίῳ πᾱσα ἡ γῆ») και κροτώ, κουρταλίζω… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”