- ἀλθήσκω
ἀλθήσκω, heilen, Hippocr.; ἀλϑίσκω f. L.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀλθήσκω, heilen, Hippocr.; ἀλϑίσκω f. L.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αλθήσκω — ἀλθήσκω και ἀλθίσκω (Α) παράλληλοι τύποι τού ρήματος ἀλθαίνω … Dictionary of Greek
αλθαίνω — ἀλθαίνω (Α) θεραπεύω, γιατρεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. Ρηματικός τ.. που απαντά και ως ἀλθήσκω, ἀλθίσκω. Οι αρχαιότεροι τ. τού ρήματος ἀλθαίνω απαντούν συνήθως σε μέση φωνή και χρόνο αόριστο (ἀλθόμην) ή μέλλοντα (ἀλθήσομαι). Ο τ. ἀλθέξομαι τού μέλλοντα πρέπει… … Dictionary of Greek