ἀλοίω

ἀλοίω

ἀλοίω, Epigr. bei D. Laert. 7, 31 für ἀλοιάω.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • αλοίω — ἀλοίω και ἀλοιῶ ( άω) (Α) βλ. ἀλοῶ. [ΕΤΥΜΟΛ. Επικός τύπος αντί του ἀλοῶ*. ΠΑΡ. αρχ. μσν. ἀλοιητήρ] …   Dictionary of Greek

  • ἀλοιῶ — ἀ̱λοιῶ , ἀλοάω tread imperf ind mp 2nd sg (epic doric ionic aeolic) ἀλοάω tread pres imperat mp 2nd sg (epic ionic) ἀλοάω tread pres subj act 1st sg (attic epic ionic) ἀλοάω tread pres ind act 1st sg (attic epic doric ionic aeolic) ἀλοάω tread… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλοίω — ἀλοάω tread pres subj act 1st sg (epic doric ionic) ἀλοάω tread pres ind act 1st sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αλοιητήρ — ἀλοιητήρ ( ῆρος), ο (AM) αυτός που θρυμματίζει, που αλέθει (για τα δόντια κ.λπ.) 2. (στον πληθυντικό) οι αλοιητήρες οι γομφίοι, οι τραπεζίτες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλοιῶ, επικ. τ. τού ρ. ἀλοῶ] …   Dictionary of Greek

  • μητραλοίας — ο (ΑΜ μητραλοίας, Μ και μητραλῴας και μητρολοίας και μητρολώας, Α και μητρολῴας και μητρολώας) αυτός που φονεύει τη μητέρα του, ο μητροκτόνος («τοὺς δὲ πατρολοίας καὶ μητραλοίας κατά τὸν Πυριφλεγέθοντα», Πλάτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μήτηρ, μητρός +… …   Dictionary of Greek

  • πατραλοίας — και πατραλῴας και πατρολῴας και πατραλώας και πατρολόας, ὁ, Α ο φονέας τού πατέρα του ή αυτός που δέρνει, που κακοποιεί μέχρι θανάτου τον πατέρα του. [ΕΤΥΜΟΛ. < πατήρ, τρός + αλοίας (< ἀλοιῶ, επικ. τ. τού ἀλοῶ «χτυπώ, μαστιγώνω» < ἀλωή*… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”