- ἀλ-λέξαι
ἀλ-λέξαι, Hom. Iliad. 21, 321, s. ἀναλέγω.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀλ-λέξαι, Hom. Iliad. 21, 321, s. ἀναλέγω.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λέξαι — λέγω 1 lay aor imperat mid 2nd sg λέγω 1 lay aor inf act λέξαῑ , λέγω 1 lay aor opt act 3rd sg λέγω 2 pick up aor imperat mid 2nd sg λέγω 3 lay aor imperat mid 2nd sg λέγω 3 lay aor inf act λέξαῑ , λέγω 3 lay aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ATHRIBIS — urbs Aegypti Athribitis Nomi Metropolis praecise in medio τȏυ Δέλτα, quasi dicas, corpyri, ut ex veteri Grammatico Aegyptio Orione docet Etymologus, Α῾θριβην` προσηγόρευσαν, ὅπερ ἐιτις Ε῾λληνιςτὶ βούλοιτο φράζειν, οὐκ ἄλλος ἔχει λέξαι, πλην`… … Hofmann J. Lexicon universale
τρόπος — ο, ΝΜΑ 1. μέσο, μέθοδος, είδος, σύστημα ενέργειας (α. «τρόπος διδασκαλίας» β. «οὐ γὰρ δῆ τρόπῳ τῷ παρεόντι χρεώμενοι δυνατοί εἰμεν οἰκέειν τὴν χώραν», Ηρόδ.) 2. (σχετικά με λόγο) ύφος, είδος έκφρασης 3. μτφ. συμπεριφορά, διαγωγή, φέρσιμο (α. «δεν … Dictionary of Greek
χαρίεις — εσσα, εν, ΝΜΑ (λόγιος τ.) 1. ο γεμάτος χάρη, χαριτωμένος, κομψός («χαρίεντά γ ἥκεις δῶρα τῷ Θεῷ φέρων», Αριστοφ.) 2. (ιδίως για γυναίκα) όμορφος, ωραίος, θελκτικός («Μελίτη χαρίεσσα», Ησίοδ.) αρχ. 1. (για πρόσ.) ευφυής, πνευματώδης («ἦ καὶ… … Dictionary of Greek