- περι-γενητικός
περι-γενητικός, ή, όν, überlegen, εἱμαρμένη ἁπάντων περιγενητική, Plut. stoic. repugn. 47, öfter.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
περι-γενητικός, ή, όν, überlegen, εἱμαρμένη ἁπάντων περιγενητική, Plut. stoic. repugn. 47, öfter.
http://www.zeno.org/Pape-1880.