ἀ-θηλής

ἀ-θηλής

ἀ-θηλής, μαζός, die nicht gesäugt hat, Nonn. D. 48, 361; Tryph. 34.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • θηλῆς — θηλάζω suckle fut ind act 2nd sg (doric) θηλέω to be full of pres ind act 2nd sg (doric) θηλή teat fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θήλης — θῆλυς female masc nom pl (doric aeolic) θηλέω to be full of imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεοθηλής — (I) νεοθηλής και δωρ. τ. νεοθαλής και ιων. τ. νεηθαλής, ές (Α) 1. αυτός που άρχισε να θάλλει πρόσφατα, αυτός που βλάστησε πρόσφατα, ο χλωρός («τοῑσι δ ὑπὸ χθὼν δῑα φῡεν νεοθηλέα ποίην», Ομ. Ιλ.) 2. (για ζώα) αυτός που γεννήθηκε πρόσφατα 3. μτφ.… …   Dictionary of Greek

  • ευθαλής — (I) ές (ΑΜ εὐθαλής, ές) αυτός που έχει πλούσια βλάστηση, ανάπτυξη, ο θαλερός (α. «τοῑς εὐθαλέσι τῶν δένδρων», Πλούτ. β. «εβλάστησεν η κόρη... και ευθαλής», Διγ. Ακρ.) αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὐθαλές η θαλερότητα («τὸ εὐθαλὲς τῆς ψυχῆς», Φίλ.).… …   Dictionary of Greek

  • πανθηλής — και δωρ. τ. πανθαλής, ές, Α 1. (για φυτό) γεμάτος με τρυφερά κλαδιά 2. (για τόπο) κατάφυτος από κάθε είδους δέντρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + θηλής (< θηλέω* «θάλλω, βλαστάνω»), πρβλ. ερι θηλής, νεο θηλής] …   Dictionary of Greek

  • γαλαντλία — η 1. ειδικό θήλαστρο με το οποίο γίνεται αναρρόφηση τού γάλακτος από τους μαστούς, κυρίως όταν πάσχουν από ραγάδες τής θηλής 2. όργανο για το άρμεγμα τών αγελάδων …   Dictionary of Greek

  • δέρμα — I (Ανατ.).Προστατευτικό όργανο (πάχους 0,5 4 χιλιοστών), που καλύπτει ολόκληρη την επιφάνεια του σώματος και μεταπίπτει, κατά τις φυσικές οπές του, στους βλεννογόνους. Αποτελείται από ένα λεπτό επιφανειακό στρώμα επιθηλιακού ιστού, την επιδερμίδα …   Dictionary of Greek

  • εριθηλής — ἐριθηλής, ές (Α) 1. (για φυτά, κήπους κ.λπ.) αυτός που είναι καταπράσινος, που θάλλει, που έχει πλούσιο καταπράσινο φύλλωμα («δάφνης ἐριθηλέος ὄζον», Ησίοδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ερι (επιτ. μόριο) + θηλής (αντί θαλής) (< θηλώ «θάλλω»)] …   Dictionary of Greek

  • θηλή — (Ανατ.). Επιστημονική ονομασία προεξοχής της επιφάνειας ορισμένων οργάνων του σώματος. Οι πιο γνωστές θ., των οποίων η κοινή ονομασία είναι ρώγες, είναι αυτές των μαστών. Αναφέρονται και πολλές άλλες, όπως οι γευστικές θ. της γλώσσας, στις οποίες …   Dictionary of Greek

  • θηλίτιδα — η [θηλή] ιατρ. η φλεγμονή τής θηλής τού μαστού …   Dictionary of Greek

  • θηλαλγία — η ο πόνος τής θηλής τού μαστού. [ΕΤΥΜΟΛ. < θηλή + αλγία (< άλγος), πρβλ. μυ αλγία, νευρ αλγία] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”