- ἀλλοίωμα
ἀλλοίωμα, τό, Veränderung, Damox. com. Athen. III, 102 c.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀλλοίωμα, τό, Veränderung, Damox. com. Athen. III, 102 c.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αλλοίωμα — ἀλλοίωμα, το (Α) [ἀλλοιῶ] αλλοίωση, διαφοροποίηση … Dictionary of Greek
ἀλλοίωμα — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλλοιώματα — ἀλλοίωμα neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλλοιώ — ἀλλοιῶ ( όω) (ΑΜ) βλ. αλλοιώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλλοῖος. ΠΑΡ. αλλοίωσις, αλλοιωτικός, αλλοιωτός αρχ. ἀλλοίωμα] … Dictionary of Greek