- ἀλληλ-έν-δετος
ἀλληλ-έν-δετος, gegenseitig verbunden, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀλληλ-έν-δετος, gegenseitig verbunden, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θειόδετος — θειόδετος, ον (Μ) δεμένος, δεσμευμένος από τον θεό. [ΕΤΥΜΟΛ. < θείο * + δετος (< δέω[ΙΙ]), πρβλ. αλληλ έν δετος, ά σύν δετος] … Dictionary of Greek