- ἀλληλο-μάχος
ἀλληλο-μάχος, Em. für αλληλο-φάγος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀλληλο-μάχος, Em. für αλληλο-φάγος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αλληλομάχος — ἀλληλομάχος, ον (Α) (συνήθως στον πληθυντικό) οἱ ἀλληλομάχοι αυτοί που μάχονται μεταξύ τους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλληλο * + μαχος (< μάχομαι). ΠΑΡ. (μσν., νεοελλ.) αλληλομαχία νεοελλ. αλληλομαχώ] … Dictionary of Greek