- ἀλληλο-γονία
ἀλληλο-γονία, ἡ, gegenseitige Erzeugung, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀλληλο-γονία, ἡ, gegenseitige Erzeugung, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αλληλογονία — η (Α ἀλληλογονία) το να γίνεται, να γεννιέται αμοιβαία ο ένας από τον άλλον («ἐξ ἀλληλογονίας αἰ ψυχαὶ γίνονται», Γρηγ. Νύσσης). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλληλο * + γονία < γόνος*] … Dictionary of Greek