- ἀλληλό-φιλοι
ἀλληλό-φιλοι, gegenseitige Freunde, Geop.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀλληλό-φιλοι, gegenseitige Freunde, Geop.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αλληλόφιλοι — ἀλληλόφιλοι, α (Μ) φίλοι ο ένας τού άλλου «και τίνα αυτών (πρόκειται για είδη ιχθύων) ἀλληλόφιλα». [ΕΤΥΜΟΛ. Πληθ. του τ. *ἀλληλόφιλος < ἀλληλο * + φίλος] … Dictionary of Greek