- ἀλλο-δαπής
ἀλλο-δαπής, ές, Aristid. u. Sp. –
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀλλο-δαπής, ές, Aristid. u. Sp. –
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μακροδαπής — μακροδαπής, ές (AM) 1. αυτός που βρίσκεται σε απομακρυσμένο μέρος 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ μακροδαπές η μακρινή απόσταση. [ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο) * + δαπής (πρβλ. αλλο δαπής)] … Dictionary of Greek