- ἀλλ-οινία
ἀλλ-οινία, ἡ, Abwechselung mit Weinsorten, Plut. Symp. 4, 1.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀλλ-οινία, ἡ, Abwechselung mit Weinsorten, Plut. Symp. 4, 1.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αλλοινία — ἀλλοινία, η (Α) το να πίνει κανείς διαδοχικά διάφορα είδη κρασιών, το ανακάτωμα τών κρασιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλλ(ο) * + οινία < οἶνος] … Dictionary of Greek