περι-εκτικός

περι-εκτικός

περι-εκτικός, ή, όν, umfassend, in sich begreifend, allgemein; gew. im superl., Plut. plac. phil. 2, prooem.; Luc. vit. auct. 24 u. a. Sp. – Bei den Gramm. ist τὸ περιεκτικόν = μέσον, verbum medium, ὅσα δρᾶσιν καὶ πάϑος σημαίνουσιν, Schol. Ap. Rh. 1, 1, der βιάζομαι und δωροῠμαι als Beispiele anführt. – Bei Hippocr. = σωτήριος, aber die Lesart ist zweifelhaft. S. περιεστικός.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • εφεκτικός — ή, ό (ΑΜ ἐφεκτικός, ή, όν) [επέχω] 1. επιφυλακτικός, διστακτικός, αυτός που αναβάλλει να κάνει ή να πει κάτι, ο αναποφάσιστος 2. φρ. «εφεκτικοί φιλόσοφοι» αυτοί που φρονούν ότι η γνώση είναι κάτι το ανέφικτο, αλλ. σκεπτικοί φιλόσοφοι («τῶν δὲ… …   Dictionary of Greek

  • περιεκτίζω — Α κάνω περίληψη. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + ἔχω (πρβλ. ἑκτικός) + κατάλ. ίζω] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”