- περι-κερδής
περι-κερδής, ές, sehr gewinnsüchtig, Schol. Il. 1, 149.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
περι-κερδής, ές, sehr gewinnsüchtig, Schol. Il. 1, 149.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
περικερδής — ές, Α αυτός που αποβλέπει συνεχώς στο κέρδος, ο φιλοκερδής. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + κερδής (< κέρδος), πρβλ. επι κερδής] … Dictionary of Greek