ἀθλο-φόρος

ἀθλο-φόρος

ἀθλο-φόρος, = ἀεϑλοφόρος, den Kampfpreis davontragend, erringend, Hom. Iliad. 11, 699 τέσσαρςς ἀϑλοφόροι ἵπποι, 9, 124. 266 δώδεκα δ' ἵππους πηγοὺς ἀϑλοφόρους, οἳ ἀέϑλια ποσσὶν ἄροντο;ἄνδρες Pind. Ol. 7, 7 u. Sp. D.; νίκη Mel. 123 (VII, 428).


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κρατηροφόρος — κρατηροφόρος, ον (Α) αυτός που φέρει κρατήρα, αυτός που κρατά κρατήρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρατήρ + φόρος (< φέρω), πρβλ. αθλο φόρος, ζωο φόρος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”