- ἀλλο-φυής
ἀλλο-φυής, ές, von anderer Natur und Beschaffenheit, Nonn. D. 2, 148.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀλλο-φυής, ές, von anderer Natur und Beschaffenheit, Nonn. D. 2, 148.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αλλοφυής — ἀλλοφυής, ες (Μ) 1. άλλης φύσεως, αλλαγμένος κατά τη μορφή 2. ιδιόρρυθμος κατά το σχήμα, παράδοξος, αλλόκοτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλλο * + φυὴς < ουσ. φυῆ ή φύος < φύομαι] … Dictionary of Greek
ισοφυής — ἰσοφυής, ές (Α) 1. αυτός που έχει αναπτυχθεί εξίσου, ο συμμετρικός 2. αυτός που έχει την ίδια φύση με κάποιον άλλο («ἰσοφυἠς καὶ ὁμοούσιος»). επίρρ... ἰσοφυῶς (Α) με τρόπο φυσικό, φυσικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + φυής (< φύος < φύομαι), πρβλ … Dictionary of Greek
κοινοφυής — κοινοφυής, ές (Α) αυτός που έχει κοινή αρχή, κοινή καταγωγή με κάποιον ή με κάτι άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοινός + φυής (< φύος, τό), πρβλ. αυτο φυής, μεγαλο φυής] … Dictionary of Greek
αυτοφυής — ές (AM αὐτοφυής, ές, Μ και αὐτόφυος, ον) Ι. 1. (για φυτά) αυτός που φυτρώνει μόνος του 2. αυτός που υπάρχει μόνος του από τη φύση, φυσικός μσν. εκείνος που αποτελεί σύμπλεγμα με κάποιον άλλο αρχ. 1. (για γεωργικά προϊόντα) αυτός που φυτρώνει στον … Dictionary of Greek