- ἀλλο-τέρμων
ἀλλο-τέρμων γῆ, fremdes Land, Euseb.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀλλο-τέρμων γῆ, fremdes Land, Euseb.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αλλοτέρμων — ἀλλοτέρμων ( ονος), ο (Α) 1. αυτός που έχει άλλο τέρμα 2. αλλότριος, ξένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλλο * + τέρμων] … Dictionary of Greek