ἀλλοτριότης

ἀλλοτριότης

ἀλλοτριότης, , das Fremdsein, gew. Entfremdung, Abgeneigtheit, der οἰκειότης entgeggstzt, Plat. Conv. 197 c; neben δυςμένεια Pol. 2, 44; Plat. πρός τινα, Ep. III, 318 d; Dem. 18, 165; Pol. 30, 1.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • αλλοτριότης — ἀλλοτριότης ( ητος), η (Α) [ἀλλότριος] 1. το να είναι κάτι αλλότριο, ξένο, η αποξένωση 2. εχθρότητα, απέχθεια, δυσμένεια 3. διάσταση, φιλονικία 4. (για ύφος) η έλλειψη γλαφυρότητας 5. Φιλοσ. η διαφορά κατά το ποιόν …   Dictionary of Greek

  • ἀλλοτριότης — derivativeness fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλλοτριότησιν — ἀλλοτριότης derivativeness fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλλοτριότητα — ἀλλοτριότης derivativeness fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλλοτριότητας — ἀλλοτριότης derivativeness fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλλοτριότητι — ἀλλοτριότης derivativeness fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλλοτριότητος — ἀλλοτριότης derivativeness fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αλλότριος — ια, ιο (Α ἀλλότριος, ία, ιον) 1. αυτός που ανήκει σε άλλον, που είναι κτήμα άλλου (αντίθετα αρχ. ἴδιος, νεοελλ. (ι)δικός (μου) 2. (ο πληθυντικός ουδετέρου ως ουσιαστικό) τὰ ἀλλότρια (αρχ. και με κράση τἀλλότρια) αυτά που ανήκουν σε άλλους, η ξένη …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”