ἀλθαίνω

ἀλθαίνω

ἀλθαίνω, = ἄλϑω, heilen, Hippocr.; ἀλϑανῶ, Lyc. 582 u. öfter; Nic. Al. 568.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • αλθαίνω — ἀλθαίνω (Α) θεραπεύω, γιατρεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. Ρηματικός τ.. που απαντά και ως ἀλθήσκω, ἀλθίσκω. Οι αρχαιότεροι τ. τού ρήματος ἀλθαίνω απαντούν συνήθως σε μέση φωνή και χρόνο αόριστο (ἀλθόμην) ή μέλλοντα (ἀλθήσομαι). Ο τ. ἀλθέξομαι τού μέλλοντα πρέπει… …   Dictionary of Greek

  • συνάλθομαι — Α (για τραύμα ή κάταγμα) επουλώνομαι, αποκαθίσταμαι, θεραπεύομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἄλθομαι, αρχαιότερος αμάρτυρος τ. ενεστ. τού ἀλθαίνω «θεραπεύω» (βλ.λ. αλθαίνω)] …   Dictionary of Greek

  • συναλθάσσομαι — Α συνάλθομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + *ἀλθάσσομαι, άλλος τ. τού ἀλθαίνω «θεραπεύω» (βλ.λ. αλθαίνω)] …   Dictionary of Greek

  • ладан — укр., блр. ладан – то же, др. русск. ладанъ (Хож. игум. Дан.). Из греч. λάδανον смола кустарника λῆδος семит. происхождения: ср. араб. lādan; см. Бернекер 1, 682; Фасмер, Гр. сл. эт. 110; А. Мюллер. ВВ 1, 277. Сюда же ладан валериана, копытень,… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • Althēe, die — Die Althēe, plur. inusit. ein aus dem Griech. und Latein. Althea hergenommener Nahme derjenigen Pflanze, welche sonst auch Eibisch, oder weiße Pappel genannt wird. Der Nahme Althea, von αλθεω, αλθαινω, ich heile, bedeutet so viel als Heilwurz,… …   Grammatisch-kritisches Wörterbuch der Hochdeutschen Mundart

  • таюся — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;}  глаг. (греч. λανθάνω) прохожу мимо, миную; являюсь неведомым;… …   Словарь церковнославянского языка

  • άλθα — ἄλθα, η (Α) [ἀλθαίνω] κατά τον Ησύχιο «θερμασία ή θεραπεία» …   Dictionary of Greek

  • άλθεξις — ἄλθεξις ( εως), η (Α) θεραπεία, γιατριά. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τού μέλλ. (ἀλθέξ ομαι) τού ρήμ. ἀλθαίνω] …   Dictionary of Greek

  • άλθος — ἄλθος ( εος), το (Α) [ἀλθαίνω] θεραπευτικό μέσο, φάρμακο …   Dictionary of Greek

  • άλμα — Αθλητικό αγώνισμα το οποίο διαιρείται σε τέσσερις ειδικότητες: ά. εις ύψος, ά. επί κοντώ, ά. εις μήκος, ά. τριπλούν. Στο ά. εις ύψος, ο αθλητής πρέπει να υπερπηδήσει έναν οριζόντιο πήχη που έχει τοποθετηθεί μεταξύ δύο καθέτων δοκών· μπορεί να… …   Dictionary of Greek

  • άλσος — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 360 μ., 313 κάτ.), στην πρώην επαρχία Πατρών του νομού Αχαΐας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Συμπολιτείας. * * * το (Α ἄλσος) μικρή ή μεγάλη δασωμένη έκταση, τόπος κατάφυτος νεοελλ. μικρό ή τεχνητό δάσος, κήπος για… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”