ἀλλαντο-πώλης

ἀλλαντο-πώλης

ἀλλαντο-πώλης, , der Wursthändler (B. A. ἐντεροπώλης), Ar. Equ. 144 u. ff.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • Ἀλλαντοπωλῶν — Ἀλλαντο πώλης seller masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀλλαντοπώλην — Ἀλλαντο πώλης seller masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀλλαντοπώλης — Ἀλλαντο πώλης seller masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀλλαντοπώλου — Ἀλλαντο πώλης seller masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀλλαντοπώλῃ — Ἀλλαντο πώλης seller masc dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀλλαντοπώλα — Ἀλλαντοπώλᾱ , Ἀλλαντο πώλης seller masc nom/voc/acc dual Ἀλλαντοπώλᾱ , Ἀλλαντο πώλης seller masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀλλαντοπώλας — Ἀλλαντοπώλᾱς , Ἀλλαντο πώλης seller masc acc pl Ἀλλαντοπώλᾱς , Ἀλλαντο πώλης seller masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζωοπώλης — ζῳοπόλης, ὁ (Α) αυτός που πωλεί ζώα, κυρίως για θυσία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζῳ(ο) (ΙΙ)* + πωλης (< πωλώ), πρβλ. αλλαντο πώλης, ιχθυο πώλης] …   Dictionary of Greek

  • θεατροπώλης — θεατροπώλης, ου, ό (Α) αυτός που πουλά θέσεις στο θέατρο, αυτός που αναλαμβάνει τη συντήρηση τού θεάτρου πουλώντας τα εισιτήρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < θέατρον + πώλης (< πωλώ), πρβλ. αλλαντο πώλης. παντο πώλης] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”