- ἀλοιητήρ
ἀλοιητήρ, ῆρος, ὁ, Drescher; dah. Zermalmer, ὀδόντες, Backzähne, Agath. 74 (XI, 379); σιδηρός Nonn. öfter.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀλοιητήρ, ῆρος, ὁ, Drescher; dah. Zermalmer, ὀδόντες, Backzähne, Agath. 74 (XI, 379); σιδηρός Nonn. öfter.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αλοιητήρ — ἀλοιητήρ ( ῆρος), ο (AM) αυτός που θρυμματίζει, που αλέθει (για τα δόντια κ.λπ.) 2. (στον πληθυντικό) οι αλοιητήρες οι γομφίοι, οι τραπεζίτες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλοιῶ, επικ. τ. τού ρ. ἀλοῶ] … Dictionary of Greek
ἀλοιητῆρα — ἀλοιητήρ thresher masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλοιητῆρας — ἀλοιητήρ thresher masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλοιητῆρι — ἀλοιητήρ thresher masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλοιητῆρος — ἀλοιητήρ thresher masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλοίω — ἀλοίω και ἀλοιῶ ( άω) (Α) βλ. ἀλοῶ. [ΕΤΥΜΟΛ. Επικός τύπος αντί του ἀλοῶ*. ΠΑΡ. αρχ. μσν. ἀλοιητήρ] … Dictionary of Greek