- ἀλογεύομαι
ἀλογεύομαι, unverständig sein, Cic. Att. 6, 4.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀλογεύομαι, unverständig sein, Cic. Att. 6, 4.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αλογεύομαι — (Α ἀλογεύομαι) [ἄλογος] 1. είμαι παράλογος, μιλώ παράλογα 2. προσποιούμαι τον παράλογο 3. (Εκκλ.) [ἄλογον] λέγεται για την παρά φύση ασέλγεια και την κτηνοβασία … Dictionary of Greek
ἀλογευθεῖσιν — ἀλογεύομαι speak casually aor part mp masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλογευομένου — ἀλογεύομαι speak casually pres part mp masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλογευσαμένους — ἀλογεύομαι speak casually aor part mp masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άλογος — η, ο (Α ἄλογος, ον) 1. αυτός που στερείται λόγου, άφωνος, άλαλος, βουβός 2. αυτός που στερείται λογικής 3. ο αντίθετος ή ο μη σύμφωνος με τη λογική, παράλογος 4. το ουδ. ως ουσ. το άλογο(ν) αρχ. 1. ο αδύναμος, ο αδέξιος στην έκφραση 2. αυτός που… … Dictionary of Greek