- ὀλο-εργής
ὀλο-εργής, ές, Verderbliches thuend, Maneth. 6, 722.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀλο-εργής, ές, Verderbliches thuend, Maneth. 6, 722.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ομοεργής — ὁμοεργής, ές (ΑΜ) αυτός που συμπράττει με κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + εργής (< ἔργον), πρβλ. ολο εργής] … Dictionary of Greek