ἀλλαχῆ

ἀλλαχῆ

ἀλλαχῆ, auf andere Art; auch anderswo u. anderswohin, Xen. An. 7, 3, 47 u. sonst.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • αλλαχή — ἀλλαχῆ και ἀλλαχῇ επίρρ. (Α) 1. κάπου αλλού, σε άλλο μέρος 2. φρ. «άλλοτε αλλαχή», μια εδώ και μια εκεί. [ΕΤΥΜΟΛ. Θ. τής λ. ἄλλος + ουρανικό πρόσψυμα αχ , όπως και στα ἀλλαχόθεν, ἀλλαχόθι, ἀλλαχοῦ κ.ά. + επιρρ. κατάλ. ή (και η)] …   Dictionary of Greek

  • ἀλλαχῆ — indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλλαχῇ — ἀλλαχῆ indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλλαχῆι — ἀλλαχῇ , ἀλλαχῆ indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλλαχᾷ — ἀλλαχῆ doric (indeclform adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άλλος — η, ο (ΑΜ ἄλλος, η, ον) (ως αντωνυμία ή επίθετο) 1. αυτός που διακρίνεται από κάποιον ή κάποιους, που ήδη έχουν αναφερθεί ή υπονοηθεί 2. (ενάρθρως) ο άλλος, οι άλλοι αυτός ή αυτοί που απομένουν, οι υπόλοιποι 3. διαφορετικός, αλλιώτικος, άλλου… …   Dictionary of Greek

  • αλλάζω — (Α ἀλλάσσω, αττ. ἀλλάττω και διαλεκτικά ἀλλάζω) Ι. (μτβ.) 1. κάνω κάτι διαφορετικό από ό,τι ήταν μέχρι τώρα, μεταβάλλω, αλλοιώνω, διαφοροποιώ 2. (αρχ. και μεσ.) δίνω ή παίρνω κάτι με αντάλλαγμα, ανταλλάσσω, κάνω ανταλλαγή 3. αντικαθιστώ,… …   Dictionary of Greek

  • αλλαχού — ἀλλαχοῦ επίρρ. (ΑΜ) κάπου αλλού, σε άλλο τόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τής λ. άλλος με ουρανικό πρόσφυμα αχ (πρβλ. ἀλλαχή) + επίρρ. κατάλ. ου] …   Dictionary of Greek

  • αλλαχόθεν — ἀλλαχόθεν επίρρ. (ΑΜ)·. από άλλο μέρος, από αλλού 2. από άλλη πηγή, από άλλη αιτία. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τής λ. ἄλλος + ουρανικό πρόσφυμα αχ (πρβλ. ἀλλαχή, ἀλλαχοῦ) + επιρρ. κατάλ. θεν] …   Dictionary of Greek

  • αλλαχόθι — ἀλλαχόθι επίρρ. (Α) σε άλλο τόπο, αλλού. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τής λ. ἄλλος + ουρανικό πρόσφυμα αχ (πρβλ. ἀλλαχή, ἀλλαχόθεν) + επιρρ. κατάλ. θι] …   Dictionary of Greek

  • αλλαχόσε — ἀλλαχόσε επίρρ. (Α) προς άλλο μέρος, σε άλλο τόπο, αλλού. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τής λ. ἄλλος + ουρανικό πρόσφυμα αχ (πρβλ. ἀλλαχή, ἀλλαχοῦ) + επιρρ. κατάλ. σε] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”