- ὀλούφω
ὀλούφω, = ὀλόπτω, Phot. lex.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀλούφω, = ὀλόπτω, Phot. lex.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ολούφω — ὀλούφω (Α) ὀλόπτω*. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η σύνδεση τής λ. με το ρ. ὀλόπτω δεν διευκολύνει την ετυμολόγησή της. Έχει διατυπωθεί η άποψη ότι το ρ. ὀλούφω πρέπει να αναχθεί σε ΙΕ ρίζα *leubh «ξεφλουδίζω, αποσπώ, γυμνώνω» και να συνδεθεί με λατ … Dictionary of Greek
ολόπτω — ὀλόπτω (Α) 1. (ενεργ. και μέσ.) αποσπώ, μαδώ, τραβώ και ξεριζώνω τα μαλλιά, τις τρίχες από λύπη («ἀνδρὸς ἀμαιμακέτοιο κόμην ὤλοψε Πολυξώ», Νόνν.) 2. αφαιρώ, απολεπίζω, απογυμνώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. Η σημ. τού ρ. οδηγεί στην υπόθεση ότι συνδέεται με το ρ.… … Dictionary of Greek