ἀλλό-χρως

ἀλλό-χρως

ἀλλό-χρως, ωτος, dasselbe, Theophr.; fremd aussehend, nom., Eur. Andr. 879 Phoen. 138.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • τοιουτόχρως — ωτος, ὁ, ἡ, Α τοιουτόχρους*. [ΕΤΥΜΟΛ. < τοιοῦτος + χρως (< χρώς «χρώμα»), πρβλ. ἀλλό χρως] …   Dictionary of Greek

  • αλλόχρως — ἀλλόχρως ( ωτος), ο, η (Α) αυτός που έχει άλλη, παράξενη μορφή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλλο * + χρώς] …   Dictionary of Greek

  • αλλόχρους — ουν και οος, ον (Α ἀλλόχρους) (Ν σπανιότερα και άλλοχρος, η, ο) ο αλλαγμένος κατά το χρώμα, αυτός τού οποίου έχει αλλάξει το χρώμα νεοελλ. ο δεκτικός αλλαγής χρώματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλλο * + χρους < χροος < χρως. ΠΑΡ. αρχ. ἀλλοχροῶ] …   Dictionary of Greek

  • ευμορφόχροος — εὐμορφόχροος, οον (Μ) αυτός που έχει ωραίο χρώμα, ο χρωματισμένος ωραία. [ΕΤΥΜΟΛ. < εύμορφος + χροος (< χρως «χρώμα, απόχρωση»), πρβλ. αλλό χροος, μελανό χροος] …   Dictionary of Greek

  • ολόχρους — ὁλόχρους, ουν και οος, οον (Α) (για ζώα) αυτός τού οποίου το χρώμα σε όλο το σώμα είναι όμοιο, ολόχρωμος, μονόχρωμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὁλ(ο) * + χρους (< χρώς «χρώμα»), πρβλ. αλλό χρους] …   Dictionary of Greek

  • ομοιόχρους — ὁμοιόχρους, ουν και οος, οον (Α) αυτός που έχει το ίδιο χρώμα με κάποιον άλλο, ομοιόχρωμος αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὁμοιόχρουν η ομοιότητα ως προς το χρώμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομοι(ο) * + χρους (< χρως, χρωτός, «δέρμα, χρώμα»), πρβλ. ποικιλό χρους] …   Dictionary of Greek

  • συγχρώννυμι — Μ (κυρίως σχετικά με ζωγραφικό πίνακα) δίνω σε κάποιον ή σε κάτι το ίδιο χρώμα με κάποιον άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + χρώννυμι «χρωματίζω» (< χρώς, χρωτός «χρώμα»)] …   Dictionary of Greek

  • σύγχρους — ουν και οος, οον, Α 1. αυτός που έχει το ίδιο χρώμα με κάποιον άλλο 2. αυτός που συγχρωτίζεται, που συναναστρέφεται κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + χρους / χροος (< χρώς, χρωτός «χρώμα»), πρβλ. κατά χρους] …   Dictionary of Greek

  • τοιουτόχρους — ουν, και ασυναίρ. τ. τοιουτόχροος, οον, Α αυτός που έχει τέτοιο χρώμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τοιοῦτος + χροος / χρους (< χρώς, χρωτός «χρώμα, επιδερμίδα»), πρβλ. ἀλλό χρους] …   Dictionary of Greek

  • τρέπω — ΝΜΑ, και δωρ. τ. τράπω Α 1. κάνω κάποιον ή κάτι να στραφεί, να αλλάξει κατεύθυνση ή στάση (α. «οι κακές παρέες τόν έτρεψαν στο κακό» β. «πρὸς εὐφροσύναν τρέψαι... ἦτορ», Πίνδ. γ. «τήνδε... τὴν ὁδὸν ἀναγκαιοτάτην ἡμῑν εἶναι τρέπεσθαι», Πλάτ.) 2.… …   Dictionary of Greek

  • χρώμα — Το χ. μιας φωτεινής πηγής, που γίνεται αντιληπτό από το ανθρώπινο μάτι, χαρακτηρίζεται από το μήκος κύματος της ακτινοβολίας που εκπέμπεται. Το φως, όταν αποτελείται από ακτινοβολία με ένα μόνο μήκος κύματος (μονοχρωματικό), είναι καθαρό χ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”