- ἀλλό-φατος
ἀλλό-φατος, 1) von anderen getödtet, VLL. – 2) verschiedenartig, χροιή Nic. Th. 148.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀλλό-φατος, 1) von anderen getödtet, VLL. – 2) verschiedenartig, χροιή Nic. Th. 148.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αλλόφατος — ἀλλόφατος, ον (Α) αλλοφανής*, διαφορετικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλλο * + φατος «φαίνομαι] … Dictionary of Greek
Αλβανία — I Κράτος της νοτιοανατολικής Ευρώπης, στη Βαλκανική χερσόνησο.Συνορεύει στα Ν με την Ελλάδα, στα Α με την Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας (ΠΓΔΜ) και στα Β με τη (Νέα) Γιουγκοσλαβία, ενώ Δ βρέχεται από την Αδριατική θάλασσα.Τα… … Dictionary of Greek