ὀλοφυγδών

ὀλοφυγδών

ὀλοφυγδών, όνος, ἡ, = ὀλοφλυκτίς, Theocr. 9, 30.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ὀλοφυγδών — fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀλοφυγδόνα — ὀλοφυγδών fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ολοφυγγών — ὀλοφυγγών και, κατά δ. γρφ. «ὀλοφυγδών, όνος, ἡ (Α) φλύκταινα, φουσκάλα, φουσκαλίδα, ιδίως τής γλώσσας («μήπω ἐπὶ γλώσσας ἄκρας ὀλοφυγγόνα φύσω», Θεόκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. εκφραστικοί τ. τής λ. ὀλοφλυκτίς / ὀλοφυκτίς. Ο τ. ὀλοφυγδών έχει… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”