ὀλοφυκτίς

ὀλοφυκτίς

ὀλοφυκτίς, ίδος, ἡ, v. l. für ὀλοφλυκτίς.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ολοφλυκτίς — ὀλοφλυκτίς και ὀλοφυκτίς, ίδος, ἡ (Α) φλύκταινα, φουσκάλα («τὸ δὲ ἐπιγιγνόμενον τῆ γλώττη ἑλκύδριον ὀλοφλυκτὶς καλεῑται», Πολυδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλός (Ι) + φλυκτίς «φουσκάλα». Ο τ. ὀλοφυκτίς με ανομοιωτική σίγηση τού λ ] …   Dictionary of Greek

  • ολοφυγγών — ὀλοφυγγών και, κατά δ. γρφ. «ὀλοφυγδών, όνος, ἡ (Α) φλύκταινα, φουσκάλα, φουσκαλίδα, ιδίως τής γλώσσας («μήπω ἐπὶ γλώσσας ἄκρας ὀλοφυγγόνα φύσω», Θεόκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. εκφραστικοί τ. τής λ. ὀλοφλυκτίς / ὀλοφυκτίς. Ο τ. ὀλοφυγδών έχει… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”