- ὀλλυνέομαι
ὀλλυνέομαι, im Sterben liegen, Aret.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀλλυνέομαι, im Sterben liegen, Aret.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ολλυνέομαι — ὀλλυνέομαι (Α) είμαι κοντά στον θάνατο («ἐπὶ γὰρ τοῑσι πλείστοισι οὔτε ὀλλυνέονται οὔτε ὀρρωδέουσι θάνατον», Αρετ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού όλλυμι] … Dictionary of Greek