- ἀλητύς
ἀλητύς, ύος, ἡ, das Herumirren, Callim. frg. 277; Man. 3, 379.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀλητύς, ύος, ἡ, das Herumirren, Callim. frg. 277; Man. 3, 379.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αλητύς — ἀλητὺς ( ύος), η (Α) [ἀλῶ] ιωνικός τύπος αντί τού ἄλη, περιπλάνηση … Dictionary of Greek
ἀλητύς — ἀλητύ̱ς , ἀλητύς fem acc pl ἀλητύς fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλητύος — ἀλητύς fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλώμαι — ἀλῶμαι ( άομαι) (Α) 1. περιπλανιέμαι, περιφέρομαι 2. περιπλανιέμαι μακριά από την πατρίδα, είμαι εκτοπισμένος, ζω στην εξορία 3. βρίσκομαι σε απορία, σε αδιέξοδο, είμαι αμήχανος, σαστισμένος 4. περιφέρομαι μακριά από κάποιον ή κάτι, μού λείπει… … Dictionary of Greek
ἀλητύι — ἀλητύϊ , ἀλητύς fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)