- ἀ-θορύβητος
ἀ-θορύβητος, ruhig, Xen. Ag. 6, 7.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀ-θορύβητος, ruhig, Xen. Ag. 6, 7.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ευθορύβητος — εὐθορύβητος, ον (Α) αυτός που θορυβείται, που ταράζεται εύκολα («εὐθορύβητος πρὸς τοὺς συκοφάντας», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + θορυβητος (< θορυβώ), πρβλ. α θορύβητος] … Dictionary of Greek