ἀ-ηδής

ἀ-ηδής

ἀ-ηδής, ές (ἦδος), unangenehm, widrig, τινί, ἀηδέστερος Her. 7, 101; oft in att. Prosa, wie Plat., sowohl von Dingen, die einen unangenehmen Eindruck auf die Sinne machen, dem ἡδύς entgegengesetzt (οὐκ ἀηδές ἐστιν, es ist sehr angenehm), als auch von Menschen, die lästig werden, wie ἀδολέσχης Theaet. 195 b; vgl. Theophr. Chat. 20; Dem. 47, 28 von einem streitsüchtigen Menschen; τὸ ἀηδές, Widerwille, πρός τινα Isocr. 5, 37. – Adv. ἀηδῶς, unangenehm, ἔχειν τινί Dem. 20, 142, Jemanden nicht leiden können; ähnlich ἀηδῶς διακεῖσϑαι πρός τινα Lys. 16, 2; Plut. Demetr. 42.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ᾔδης — οἶδα see plup ind act 2nd sg (homeric doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θυμηδής — θυμηδής, ές (ΑΜ) ευχάριστος, αγαπητός, προσφιλής. επίρρ... θυμηδῶς (Α) ευχάριστα, ευάρεστα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θυμός + ηδής (< ήδος «ευχαρίστηση»), πρβλ. α ηδής, μελι ηδής] …   Dictionary of Greek

  • μελιηδής — και δωρ. τ. μελιαδής και αιολ. τ. μελιάδης (Α) γλυκός ή ευχάριστος σαν το μέλι («ἔνθα φίλ ὀπταλέα κρέα ἔδμεναι ἠδὲ κύπελλα οἴνου πινέμεναι μελιηδέος», Ομ. Ιλ.) 2. (για ποτά) ηδύποτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλι + ηδής (< ἧδος < ἡδύς «ευχάριστος,… …   Dictionary of Greek

  • πολυηδής — ές, Α πολύ ηδύς, πολύ ευχάριστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ηδής (< ἧδος, τὸ < ἡδύς «γλυκός, ευχάριστος»), πρβλ. μελι ηδής] …   Dictionary of Greek

  • φιληδής — ές, Α φιλήδονος. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + ηδής (< ἧδος [τὸ] «ευχαρίστηση»), πρβλ. πολυ ηδής] …   Dictionary of Greek

  • ήδομαι — ἥδομαι, δωρ. τ. ἅδομαι, αιολ. τ. ἄδομαι (Α) 1. (με μτχ.) ευχαριστούμαι, ευφραίνομαι, αισθάνομαι τέρψη («ἥσθη ἀκούσας» με ευχαρίστηση άκουσε, Ηρόδ.) 2. (με αιτ. και μτχ.) χαίρομαι («ἥσθην πατέρα τὸν ἀμὸν εὐλογοῡντά σε» με χαρά σε άκουσα να… …   Dictionary of Greek

  • αηδής — ές (Α ἀηδής) 1. όχι ευχάριστος, δυσάρεστος 2. αυτός που έχει άσχημη γεύση, αηδιαστικός, άνοστος, σιχαμερός 3. (για πρόσωπα) αντιπαθητικός, δυσάρεστος, ενοχλητικός, απεχθής, φορτικός αρχ. 1. επίρρ. ἀηδῶς α) δυσάρεστα β) χωρίς ευχαρίστηση, απρόθυμα …   Dictionary of Greek

  • ἀήδης — ἀ̱ήδης , ἀηδέω feel disgust at imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) ἀηδέω feel disgust at imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • palamedean — palamedean, a. Ornith. (pæləˈmiːdɪən) [f. mod.L. Palamēdea, fancifully f. Gr. Παλαµήδης, one of the Grecian heroes at the siege of Troy.] Of or belonging to the genus Palamedea or family Palamedeidæ of birds, the type of which is the kamichi or… …   Useful english dictionary

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”