ὀλαί

ὀλαί

ὀλαί, αἱ, = οὐλαί; Soph. fr. 464; Ar. Equ. 1163 Pax 918. 925.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ολαί — ὀλαί, αἱ (Α) (αττ. τ.) βλ. οὐλαί …   Dictionary of Greek

  • .ολᾶι — ὁλᾷ , ὁλάω pres subj mp 2nd sg ὁλᾷ , ὁλάω pres ind mp 2nd sg (epic) ὁλᾷ , ὁλάω pres subj act 3rd sg ὁλᾷ , ὁλάω pres ind act 3rd sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀλαί — ὀλή fem nom/voc pl οὐλαί barley corns fem nom/voc pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὅλαι — ὅλοξ fem nom/voc pl ὅλᾱͅ , ὅλοξ fem dat sg (doric aeolic) ὅλος whole fem nom/voc pl ὅλᾱͅ , ὅλος whole fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὅλᾳ — ὅλαι , ὅλοξ fem nom/voc pl ὅλᾱͅ , ὅλοξ fem dat sg (doric aeolic) ὅλαι , ὅλος whole fem nom/voc pl ὅλᾱͅ , ὅλος whole fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ολαιμεύς — ὀλαιμεύς, ο (Α) (κατά τον Ησύχ.) «τὰς ὀλὰς βάλλων». [ΕΤΥΜΟΛ. Η σύνδεση τού τ. με τη λ. ὀλαί / οὐλαί* οδήγησε μερικούς στην παρακινδυνευμένη διόρθωσή του σε ὀλαι < χο> εύς] …   Dictionary of Greek

  • ολαγμεύειν — ὀλαγμεύειν (Α) (κατά τον Φώτ.) «ὀλὰς βάλλειν». [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Αβέβαιη θεωρείται η σύνδεση τής λ. με το ὀλαί / οὐλαί] …   Dictionary of Greek

  • ολβάχιον — ὀλβάχιον και ὀλβάχνιον και ὄλεχον, τό, και ὀλβακήϊα, ἡ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «πλεονάζουσι δὲ τὸ β Συρακούσιοι ὡς ἐπὶ τοῡ ὀλβάχνιον, ὀλάχνιον γάρ ἐστι τὸ ἀπαθὲς τὸ τὰς οὐλὰς ἔχον σημαίνει δὲ τὸ κανοῡν (κάνιστρον) ἐν ᾧ ἀπετίθεντο τὰς οὐλάς». [ΕΤΥΜΟΛ …   Dictionary of Greek

  • οληφόρος — ὀληφόρος, ἡ (Α) η γυναίκα που κρατούσε τας οὐλάς, δηλ. το χοντροκομμένο κριθάρι με το οποίο πασπαλιζόταν το κεφάλι τού θύματος πριν από τη θυσία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλαι / οὐλαί + φόρος*] …   Dictionary of Greek

  • οπυιόλαι — ὀπυιόλαι και ὀπυόλαι (Α) (κατά τον Ησύχ.) «γεγαμηκότες». [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀπυίω / ὀπύω «νυμφεύομαι» + επίθημα όλαι, πληθ. τού όλης (πρβλ. μαιν όλης] …   Dictionary of Greek

  • ουλαί — οὐλαί, αττ. ὀλαί, αἱ (Α) χονδροκομμένο, χονδραλεσμένο κριθάρι με το οποίο πασπάλιζαν το κεφάλι τού θύματος πριν από τη θυσία («ἑτέρη δ ἔχεν οὐλὰς ἐν κανέῳ», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αρχ. λ., άγνωστης ετυμολ., που αναφέρεται σε κάποιο αγροτικό έθιμο.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”