ἀλαλητός

ἀλαλητός

ἀλαλητός, , Schlachtruf, Geschrei, Hom. achtmal, nomin. nur Iliad. 4, 436 Τρώωνἀλαλητὸς ὀρώρει, sonst dat., Od. 24, 463 ἀνήιξαν μεγάλῳ ἀ., Iliad. 14, 393 ξύνισαν μεγάλῳ ἀ., 12, 138 ἔκιον μεγάλῳ ἀ., 18, 149 ϑεσπεσίῳ ἀ. ὑφ' Ἕκτορος φεύγοντες, 2, 149 ἀ. νῆας ἐπ' ἐσσεύοντο, 16. 78 ἀ. πᾶν πεδίον κατέχουσι, 21, 10 ἀ. ἔννεον;Hes. Th. 686; Pind. P. 1, 72; πλακούντων περὶ τὴν γνάϑον Teleclid. bei Ath. VI, 268 c. ἀλαλητύς, , ion., dasselbe, v. l. in Ep. ad. 174 (VI, 51).


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ἀλαλητός — shout of victory masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλάλητος — unspeakable masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αλάλητος — η, ο (Α ἀλάλητος, ον) αυτός που δεν μπόρεσε να λεχθεί, ανείπωτος, ανήκουστος νεοελλ. 1. αυτός που δεν μιλάει, ο άφωνος 2. αυτός που δεν λάλησε ακόμη 3. (για πτηνά ή ανθρώπους) ο μικρός κατά την ηλικία 4. (για πρόσωπα) ο άπειρος λόγω τής νεαρής… …   Dictionary of Greek

  • αλαλητός — ο (Α ἀλαλητὸς) [ἀλαλά] δυνατός θόρυβος, βοή αρχ. 1. κραυγή στρατιωτών, πολεμική ιαχή, αλαλαγμός 2. ισχυρός θόρυβος, βοή, κρότος οργάνων 3. κραυγή πόνου, θρήνος …   Dictionary of Greek

  • αλάλητος — η, ο 1. αυτός που δε λάλησε: Πάνω στο φράχτη στεκόταν αλάλητος ο πετεινός. 2. αυτός που δεν μπορεί να λαληθεί, να ειπωθεί: Του είπε λόγια αλάλητα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀλαλήτως — ἀλάλητος unspeakable adverbial ἀλάλητος unspeakable masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλάλητον — ἀλάλητος unspeakable masc/fem acc sg ἀλάλητος unspeakable neut nom/voc/acc sg ἀ̱λάλητον , ἀλαλάω make dumb imperf ind act 2nd dual (doric aeolic) ἀλαλάω make dumb pres imperat act 2nd dual ἀλαλάω make dumb pres ind act 3rd dual ἀλαλάω make dumb… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλαλητοῦ — ἀλαλητός shout of victory masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλαλητῶν — ἀλαλητός shout of victory masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλαλητῷ — ἀλαλητός shout of victory masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλαλητόν — ἀλαλητός shout of victory masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”