- ὀλβο-μέλαθρος
ὀλβο-μέλαθρος, von glücklichem Hause, Maneth. 4, 504.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀλβο-μέλαθρος, von glücklichem Hause, Maneth. 4, 504.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
υδρομέλαθρος — ον, Α (κυρίως για ψάρι) αυτός που ζει μέσα στο νερό. [ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο) * + μέλαθρον (πρβλ. ὀλβο μέλαθρος)] … Dictionary of Greek