- ἀλαβάστιον
ἀλαβάστιον, τό, dim. von ἀλάβαστος, Eubul. Poll. 15, 120.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀλαβάστιον, τό, dim. von ἀλάβαστος, Eubul. Poll. 15, 120.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αλαβάστιον — ἀλαβάστιον, το (Α) μικρό αγγείο (από αλάβαστο ή και άλλη ύλη). [ΕΤΥΜΟΛ. Υποκορ. τής λ. ἀλάβαστος] … Dictionary of Greek
ἀλαβάστια — ἀλαβάστιον case for alabaster ornaments neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τἀλαβάστια — ἀλαβάστια , ἀλαβάστιον case for alabaster ornaments neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)