- ἀηδονιδεύς
ἀηδονιδεύς, ὁ, Nachtigallenjunges, Theocr. 15, 121.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀηδονιδεύς, ὁ, Nachtigallenjunges, Theocr. 15, 121.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αηδονιδεύς — ἀηδονιδεύς, ο (Α) νεοσσός τής αηδόνας, αηδονάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀηδών, όνος + υποκοριστική / γονεωνυμική κατάλ. ιδεύς] … Dictionary of Greek
ἀηδονιδεύς — young nightingale masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀηδονιδῆες — ἀηδονιδεύς young nightingale masc nom/voc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αηδόνι — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 70 μ., 80 κάτ.) στην πρώην επαρχία Νικόπολης και Πάργας του νομού Πρεβέζης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Φαναρίου. * * * το, η [(AM ἀηδών, όνος, η Μ και αρσενικό ἀηδών, ο)] 1. το γνωστό ωδικό πτηνό νεοελλ. 1. (για… … Dictionary of Greek