- ἀ-θανατισμός
ἀ-θανατισμός, ὁ, Unsterblichkeit, Diod. S. 1, 1.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀ-θανατισμός, ὁ, Unsterblichkeit, Diod. S. 1, 1.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θανατισμός — ο [θάνατος] θανατοκρατία … Dictionary of Greek
θανατοκρατία ή θανατισμός — (thanatismus). Θεωρία, σύμφωνα με την οποία ο θάνατος έχει ως συνέπεια, όχι μόνο την κατάπαυση των φυσιολογικών λειτουργιών του σώματος αλλά και την εξαφάνιση κάθε ψυχικής ιδιότητας του ατόμου. Διατυπώθηκε από τον Γερμανό φυσιολόγο Ερνστ Χέκελ… … Dictionary of Greek