ἀλαβαστρίτης

ἀλαβαστρίτης

ἀλαβαστρίτης, , sc. λίϑος, Alabaster, Theophr.; auch fem. ἀλαβαστρῖτις, ιδος, Athen. V, 206 c.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • αλαβαστρίτης — ἀλαβαστρίτης (ενν. λίθος), ο (Α) [ἀλάβαστρο(ς)] συνών. τού αλαβάστρου. Αναφέρεται από τον Θεόφραστο και τον Πλίνιο …   Dictionary of Greek

  • ἀλαβαστρίτης — calcareous alabaster masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλαβαστρίτου — ἀλαβαστρίτης calcareous alabaster masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλαβαστρίτῃ — ἀλαβαστρίτης calcareous alabaster masc dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • alabastrita — ► sustantivo femenino MINERALOGÍA Variedad del alabastro yesoso, usado para fabricar vasos o estatuillas. SINÓNIMO [alabastrites] * * * alabastrita (del lat. «alabastrītes», del gr. «alabastrítēs») f. Alabastro yesoso. * * * alabastrita o… …   Enciclopedia Universal

  • alabastrites — alabastrita o alabastrites. (Del lat. alabastrītes, y este del gr. ἀλαβαστρίτης). f. alabastro yesoso …   Enciclopedia Universal

  • αλάβαστρο — Όρος που υποδηλώνει διαφώτιστες παραλλαγές δύο διαφορετικών πετρωμάτων: του ασβεστίτη, που εκτιμάται περισσότερο, και του γύψου. Το ασβεστολιθικό ή ανατολικό α. προέρχεται από ιζήματα υδάτων πλούσιων σε ακτινοειδή ή κατά ζώνες (ταινίες). Τα… …   Dictionary of Greek

  • αλαβαστίτις — ἀλαβαστῑτις (ενν. πέτρα), η (Α) [ἀλάβαστος] ἀλαβαστρίτης* …   Dictionary of Greek

  • θεοδώρητος — I (4ος αι.). Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας, από την Αντιόχεια. Μαρτύρησε με αποκεφαλισμό επί Ιουλιανού (360 363). Η μνήμη του τιμάται στις 3 Μαρτίου. II (Στεμνίτσα, Γορτυνία 1787 – Αθήνα 1843). Επίσκοπος Βρεσθένης, αγωνιστής του 1821. Μετά… …   Dictionary of Greek

  • alabastrita — o alabastrites (Del lat. alabastrītes, y este del gr. ἀλαβαστρίτης). f. alabastro yesoso …   Diccionario de la lengua española

  • alabastrites — alabastrita o alabastrites (Del lat. alabastrītes, y este del gr. ἀλαβαστρίτης). f. alabastro yesoso …   Diccionario de la lengua española

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”