- ἀλαβαστρο-ειδής
ἀλαβαστρο-ειδής, ές, alabasterartig, Diosc.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀλαβαστρο-ειδής, ές, alabasterartig, Diosc.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κατοπτροειδής — κατοπτροειδής, ές (Α) αυτός που μοιάζει με κάτοπτρο, αυτός που έχει σχήμα κατόπτρου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάτοπτρον + ειδής (< είδος), πρβλ. αλαβαστρο ειδής, σπειρο ειδής] … Dictionary of Greek
αλαβαστροειδής — ές (Α ἀλαβαστροειδής) 1. ο όμοιος με αλάβαστρο 2. ο λείος και λαμπερός σαν αλάβαστρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλάβαστρο(ν) + ειδής < εἶδος] … Dictionary of Greek