- περι-καπνίζω
περι-καπνίζω, umräuchern, Suid.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
περι-καπνίζω, umräuchern, Suid.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
περικαπνίζων — περί καπνίζω make smoke pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περικαπνίσας — περικαπνίσᾱς , περί καπνίζω make smoke aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καπνός — I (Βοτ.). Ονομασία που αποδίδεται στο γένος Nicotiana, σε ορισμένα είδη αυτού του γένους και στα ξηραμένα φύλλα αυτών των φυτών. Από το είδος Nicotiana rustica παράγεται ο κ. σε ορισμένες περιοχές της Ευρώπης, ωστόσο το παγκόσμιο εμπόριο κ.… … Dictionary of Greek