ἀλαζονεία

ἀλαζονεία

ἀλαζονεία, , das Wesen u. Betragen des ἀλαζών, Prahlerei, Betrügerei, nach Plat. Def. ἕξις προςποιητικὴ ἀγαϑῶν μὴ ὑπαρχόντων; vgl. Theophr. Ch. 23; Arist. rhet. 1, 6 τὸ ἀλλότρια ἑαυτοῦ φάσκειν ἀλαζονείας; Aesch. ἀλαζονεία καὶ κόμπος τοῦ ψηφίσματος 3, 237; vgl. 101; im plur. ἀλαζονείαις χρῆσϑαι Isocr. 12, 20; Plat. verb. es mit ὕβρις Phaedr. 253 e; mit ψεῦδος Gorg. 525 a; auch von Saiten, die zu stark ansprechen, ἐξάρνησις καὶ ἀλ. χορδῶν Rep. VII, 531 b; dgl. Ar. Equ. 900 Ran. 917; öfter Pol. u. Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ἀλαζονεία — ἀλαζονείᾱ , ἀλαζονεία false pretension fem nom/voc/acc dual ἀλαζονείᾱ , ἀλαζονεία false pretension fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλαζονείᾳ — ἀλαζονείᾱͅ , ἀλαζονεία false pretension fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αλαζονεία — η (Α ἀλαζονεία) [ἀλαζονεύομαι] περιφρονητική προς τους άλλους υπερηφάνεια, έπαρση, οίηση, υπεροψία αρχ. φρ. ἀλαζονεία χορδῶν υπέρμετρη ετοιμότητα τών χορδών για την παραγωγή ήχου (ή αδυναμία στο να δώσουν τον κατάλληλο ήχο) …   Dictionary of Greek

  • αλαζονεία — η το να ναι κανείς φαντασμένος, έπαρση, οίηση: Η αλαζονεία του ήταν κάτι το παθολογικό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀλαζονείας — ἀλαζονείᾱς , ἀλαζονεία false pretension fem acc pl ἀλαζονείᾱς , ἀλαζονεία false pretension fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλαζονείαι — ἀλαζονείᾱͅ , ἀλαζονεία false pretension fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλαζονείαν — ἀλαζονείᾱν , ἀλαζονεία false pretension fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλαζονίαι — ἀλαζονεία false pretension fem nom/voc pl ἀλαζονίᾱͅ , ἀλαζονεία false pretension fem dat sg (attic doric aeolic) ἀλαζονίας boaster masc nom/voc pl ἀλαζονίᾱͅ , ἀλαζονίας boaster masc dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλαζονειῶν — ἀλαζονεία false pretension fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλαζονεῖαι — ἀλαζονεία false pretension fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλαζονείαις — ἀλαζονεία false pretension fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”