- ὀλβιο-γάστωρ
ὀλβιο-γάστωρ, ορος, bauchselig, komisches Beiwort eines Schlemmers, Amphis bei Ath. IX, 386 e.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀλβιο-γάστωρ, ορος, bauchselig, komisches Beiwort eines Schlemmers, Amphis bei Ath. IX, 386 e.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κοιλογάστωρ — κοιλογάστωρ, ορος, ὁ, ἡ (Α) 1. αυτός που έχει κοίλη τη γαστέρα, δηλ. αυτός που πεινά συνεχώς, αδηφάγος, πειναλέος («οὐδὲ κοιλογάστορες λύκοι πάσονται», Αισχύλ.) 2. φρ. μτφ. «κοιλογάστωρ κύκλος» κοίλη ασπίδα (Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κοῖλος +… … Dictionary of Greek
κυτογάστωρ — κυτογάστωρ, ορος, ὁ, ἡ (Α) αυτός που έχει μεγάλη κοιλιά, κοιλαράς. [ΕΤΥΜΟΛ. κύτος + γάστωρ (< γαστήρ), πρβλ. κοιλο γάστωρ, ολβιο γάστωρ] … Dictionary of Greek