- ὀλβιό-χειρος
ὀλβιό-χειρος, mit glücklichen, beglückenden Händen, Orph. H. 23, 8.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀλβιό-χειρος, mit glücklichen, beglückenden Händen, Orph. H. 23, 8.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ολβιόχειρος — ὀλβιόχειρος, ον (Α) αυτός που έχει όλβιο, ευτυχισμένο χέρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄλβιος «ευτυχισμένος» + χείρ, χειρός (πρβλ. ποικιλό χειρος)] … Dictionary of Greek