- ὀλβιό-φρων
ὀλβιό-φρων, ον, dessen Sinn auf Reiche gerichtet ist, ποδάγρα, Luc. Tragodop. 656.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀλβιό-φρων, ον, dessen Sinn auf Reiche gerichtet ist, ποδάγρα, Luc. Tragodop. 656.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ιουδαϊόφρων — ἰουδαϊόφρων, ον (Μ) αυτός που φρονεί τα ίδια με τους Ιουδαίους, αυτός που έχει τις ίδιες πεποιθήσεις με τους Ιουδαίους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰουδαϊ κός + συνδετικό φωνήεν ο + φρων (< φρην), πρβλ. κραταιό φρων, ολβιό φρων] … Dictionary of Greek
κερδαλεόφρων — κερδαλεόφρων, ον (Α) 1. αυτός που επιθυμεί, που επιζητεί με κάθε τρόπο το κέρδος 2. πανούργος, δόλιος, πολυμήχανος («καὶ σὺ κακοῑσι δόλοισι κεκασμένε, κερδαλεόφρον», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κερδαλέος + φρων (< φρήν), πρβλ. ολβιό φρων, πιστό… … Dictionary of Greek