ἀ-λαμπής

ἀ-λαμπής

ἀ-λαμπής, ές, dasselbe, ἡλίου, von der Sonne nicht beleuchtet, Soph. Tr. 688; Ἄϊδος εὐναί Ep. ad. 677 (App. 260); Plut. oft, z. B. χρώματα σκιερὰ καὶ ἀλ. Phoc. 2, glanzlos; übertr., δόξα ἀμαυρὰ καὶ ἀλ. Phoc. 1.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • Λάμπης, δήμος — Νέος δήμος (6.133 κάτ.) του νομού Ρεθύμνης, που συστάθηκε με το σχέδιο Καποδίστριας και αποτελείται από τις πρώην κοινότητες Αγίας Γαλήνης, Ακουμίων, Αρδάκτου, Δριμίσκου, Καρινών, Κεντροχωρίου, Κεραμέ, Κισσού, Κρύας Βρύσης, Λαμπινής, Μελάμπων,… …   Dictionary of Greek

  • Λάμπης, Συβρίτου και Σφακίων, Ιερά Μητρόπολη — Μητρόπολη με έδρα το Σπήλι του νομού Ρεθύμνης. Υπάγεται στην ημιαυτόνομη Ορθόδοξη Εκκλησία της Κρήτης με εξάρτηση από το Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως. Περιλαμβάνει 77 ενοριακούς ναούς, στους οποίους υπηρετούν 89 κληρικοί. Για την… …   Dictionary of Greek

  • λάμπης — λάμπη torch fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λάμπῃς — λάμπη torch fem dat pl (epic) λάμπω give light pres subj act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευλαμπής — εὐλαμπής, ές και μτγν. τ. εὔλαμπρος, ον (Α) 1. πολύ λαμπρός 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὐλαμπές η λαμπρότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + λαμπής (< λάμπω), πρβλ. περι λαμπής, υπο λαμπής] …   Dictionary of Greek

  • θεολαμπής — θεολαμπής, ές (Α) αυτός που εκπέμπει θεία λάμψη («θεολαμπεῖς ἀρεταί», Συνέσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + λαμπής (< λάμπω), πρβλ. πυρι λαμπής, υπο λαμπής] …   Dictionary of Greek

  • ισολαμπής — ἰσολαμπής, ές (Α) ίσος κατά τη λάμψη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + λαμπής (< λάμπω), πρβλ. νεο λαμπής, ολο λαμπής] …   Dictionary of Greek

  • καλλιλαμπής — καλλιλαμπής, ές (Μ) λαμπρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι) * + λαμπής (< λάμπω), πρβλ. ανισο λαμπής, νυκτι λαμπής) …   Dictionary of Greek

  • κοσμολαμπής — ές (Μ) αυτός που φωτίζει τον κόσμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοσμ(ο) * + λαμπής (< λάμπω), πρβλ. πυρι λαμπής, φωτο λαμπής] …   Dictionary of Greek

  • λιθολαμπής — λιθολαμπής, ές (Μ) αυτός που λάμπει από τις πολύτιμες πέτρες τις οποίες έχει. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιθ(ο) * + λαμπής (< λάμπω), πρβλ. περι λαμπής, υπο λαμπής] …   Dictionary of Greek

  • σαρκολαμπής — ές, Μ αυτός που προσδίδει λάμψη στην σάρκα («σαρκολαμπὴς μόρφωσις κυρίου», Στουδ. Θεόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < σάρξ, σαρκός + λαμπής (< λάμπω), πρβλ. πυρι λαμπής, φωτο λαμπής] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”